ἁπαντᾶν — ἀπαντᾶν , ἀπαντάω move from pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀπαντᾶν , ἀπαντάω move from pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀπαντᾶν , ἀπαντάω move from pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἀπαντᾶ̱ν , ἀπαντάω move from… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαντᾶν — ἀπαντάω move from pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀπαντάω move from pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀπαντάω move from pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἀπαντᾶ̱ν , ἀπαντάω move from pres inf act (epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαντᾷν — ἀπαντάω move from pres inf act ἀπαντάω move from pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαντάν — ἀπαντά̱ν , ἀπαντή fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
сретати — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. ἀπαντᾶν) идти навстречу, встречаться; (συναντᾶν)… … Словарь церковнославянского языка
κωφότητα — η (AM κωφότης, ητος) [κωφός] 1. έλλειψη ακοής, κουφαμάρα 2. μτφ. αδιαφορία, αμέλεια («τοσαύτην κωφότητα καὶ τοσοῡτο σκότος παρ ὑμῶν ἀπαντᾱν», Δημοσθ.) 3. μτφ. νωθρότητα αρχ. αδυναμία τής ακοής, βαρηκοΐα … Dictionary of Greek
παρακειμένως — Α επίρρ. 1. κοντά, παράλληλα, παραδίπλα («φησὶ σκύφον εἶναι παρακειμένως ἔχοντα τὰ ὦτα καθάπερ αἱ διάπρῳροι τῶν νεῶν», Αθήν.) 2: μετά από αυτά, έπειτα 3. με όμοιο τρόπο, ομοίως 4. με ευκολία, εύκολα, με ετοιμότητα, εκ τού προχείρου («ἵνα ἑτοίμως… … Dictionary of Greek